- ἐννεώροιο
- ἐννέωροςin the ninth seasonmasc/fem/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννέωρος — (I) ἐννέωρος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. αυτός που έχει ηλικία εννέα ετών 2. αυτός που διαρκεί εννέα έτη 3. αυτός που γίνεται κάθε ένατο έτος (ο στιχ. Ομ. Οδ. τ. 179 «Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής» κατά τον Πλάτ. σημαίνει: ο Μίνως… … Dictionary of Greek